- φέρβεται
- φέρβωfeedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
φέρβετ' — φέρβετε , φέρβω feed pres imperat act 2nd pl φέρβετε , φέρβω feed pres ind act 2nd pl φέρβεται , φέρβω feed pres ind mp 3rd sg φέρβετο , φέρβω feed imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φέρβετε , φέρβω feed imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)